-
1 κατασκευάσματα
κατασκεύασμαthat which is prepared: neut nom /voc /acc pl -
2 κατασκευάσματ'
κατασκευάσματα, κατασκεύασμαthat which is prepared: neut nom /voc /acc plκατασκευάσματι, κατασκεύασμαthat which is prepared: neut dat sgκατασκευάσματε, κατασκεύασμαthat which is prepared: neut nom /voc /acc dual -
3 κατασκευασμα
- ατος τό1) военная машина, орудие2) сооружение, строение3) собир. обстановка, утварь(διάφορον ἢ κ. Polyb.)
4) замысел, выдумка, изобретение(τῶν συσσιτίων Arst.)
5) хитрость, уловка, прием(τοῦτ΄ ἦν τὸ κ. αὐτοῖς Dem.)
-
4 κατα-σκεύασμα
κατα-σκεύασμα, τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen, Pol. 1, 48, 5; τὰ ἐπὶ ταῖς χελώναις κατασκ. 9, 41, 3; übh. Gefäß, Geräth, 4, 18, 8 u. öfter; – χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινϑίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit, Ath. IV, 128 d; – Gebäude, D. Hal. 3, 27; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer, Pol. 10, 27, 9; – Hülfsmittel, Erfindung, Dem. 23, 13, Arist. polit. 6, 4 u. öfter.
-
5 ἀντ-ηρίς
ἀντ-ηρίς, ίδος, ἡ, 1) Strebepfeiler. Stütze (VLL. τὰ ἀντερείδοντα ξύλα ἢ λίϑινα κατασκευάσματα), Thuc. 7, 36; Pol. 8, 6; ἄρκυος Xen. Cyn. 10. 7. Die alte Ableitung von ἀντὶ ἐρείδω scheint nicht richtig. Vgl. ἀντήρης. – 2) Nach Suid., wo ἀντῆρις accentuirt, auch Fensteröffnungen od. übh. Löcher, ϑυρίς; so bei Eur. Rhes. 785, die Nüstern der Pferde.
-
6 κατασκεύασμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-2=2 Jdt 15,11; Sir 32,6work of art Sir 32,6; κατασκευάσματα furniture Jdt 15,11 -
7 κατασκεύασμα
κατα-σκεύασμα, τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen; übh. Gefäß, Gerät; χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινϑίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit; Gebäude; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer; Hilfsmittel, Erfindung
См. также в других словарях:
κατασκευάσματα — κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευάσματ' — κατασκευάσματα , κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc pl κατασκευάσματι , κατασκεύασμα that which is prepared neut dat sg κατασκευάσματε , κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ANTERIDES — Graece Α᾿ντήριδες, ἀπ` τοῦ ἀντερείδειν, unde et ἀντερείσματα. Vitruvio l. 6. c. 11. Erismae, columnae sunt vel lapides eminentiores, qui interponuntur ad fulciendam sustinendamque structuram. Latinis etiam Obices et Tibicines. Servius in l. 2.… … Hofmann J. Lexicon universale
ηώζωο — Μείγματα μαρμάρου και σερπεντίνη (σερπεντινασβεστίου). Έχουν σφαιρική μορφή και το μέγεθός τους δεν ξεπερνά, συνήθως, το μέγεθος του ανθρώπινου κεφαλιού. Ο ιστός τους είναι ιδιόρρυθμος και γι’ αυτό αρχικά πολλοί πίστεψαν ότι δεν ήταν τίποτα άλλο… … Dictionary of Greek
κατασκεύασμα — το (AM κατασκεύασμα) [κατασκευάζω] 1. καθετί που κατασκευάζεται ή παρασκευάζεται, δημιούργημα, έργο (α. «αυτό το κτήριο είναι δικό του κατασκεύασμα» β. «εἶχεν κεκρυμμένον διάφορον ἢ κατασκεύασμα ἢ ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων», Πολ.) 2. επινόημα,… … Dictionary of Greek
κλινοδίποδα — τα, και κλινοδίποδες και κλινόποδες, οι σιδερένια και σπανίως ξύλινα δίποδα κατασκευάσματα, τα οποία χρησιμεύουν ως υποστηρίγματα κλινοσανίδων, τα στρίποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + δίποδα] … Dictionary of Greek
μαστόρισσα — η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας] νεοελλ. 1. η σύζυγος τού μάστορα 2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα 3. μοδίστρα 4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες,… … Dictionary of Greek
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek