Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ κατασκευάσματα

См. также в других словарях:

  • κατασκευάσματα — κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευάσματ' — κατασκευάσματα , κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc pl κατασκευάσματι , κατασκεύασμα that which is prepared neut dat sg κατασκευάσματε , κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ANTERIDES — Graece Α᾿ντήριδες, ἀπ` τοῦ ἀντερείδειν, unde et ἀντερείσματα. Vitruvio l. 6. c. 11. Erismae, columnae sunt vel lapides eminentiores, qui interponuntur ad fulciendam sustinendamque structuram. Latinis etiam Obices et Tibicines. Servius in l. 2.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηώζωο — Μείγματα μαρμάρου και σερπεντίνη (σερπεντινασβεστίου). Έχουν σφαιρική μορφή και το μέγεθός τους δεν ξεπερνά, συνήθως, το μέγεθος του ανθρώπινου κεφαλιού. Ο ιστός τους είναι ιδιόρρυθμος και γι’ αυτό αρχικά πολλοί πίστεψαν ότι δεν ήταν τίποτα άλλο… …   Dictionary of Greek

  • κατασκεύασμα — το (AM κατασκεύασμα) [κατασκευάζω] 1. καθετί που κατασκευάζεται ή παρασκευάζεται, δημιούργημα, έργο (α. «αυτό το κτήριο είναι δικό του κατασκεύασμα» β. «εἶχεν κεκρυμμένον διάφορον ἢ κατασκεύασμα ἢ ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων», Πολ.) 2. επινόημα,… …   Dictionary of Greek

  • κλινοδίποδα — τα, και κλινοδίποδες και κλινόποδες, οι σιδερένια και σπανίως ξύλινα δίποδα κατασκευάσματα, τα οποία χρησιμεύουν ως υποστηρίγματα κλινοσανίδων, τα στρίποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + δίποδα] …   Dictionary of Greek

  • μαστόρισσα — η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας] νεοελλ. 1. η σύζυγος τού μάστορα 2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα 3. μοδίστρα 4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες,… …   Dictionary of Greek

  • μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»